- λειόστρακος
- λειόστρακος, -ον (Α)1. αυτός που έχει λείο, ομαλό όστρακο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λειόστρακονείδος στρειδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ-όστρακος, σκληρ-όστρακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
λειοστρακιώ — λειοστρακιῶ, άω (Α) [λειόστρακος] (ποιητ.) είμαι λείος σαν όστρακο … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek